- οινηγός
- οἰνηγός -ή, -όν (Α)1. αυτός που μεταφέρει κρασί («οἰνηγὸν πλοῑον»)2. το θηλ. ως ουσ. ἡ οἰνηγή(ενν. ἅμαξα) άμαξα οινοφόρος, για μεταφορά κρασιού3. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ οἰνηγοίεισαγωγείς κρασιού.[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶνος + -ηγός (< ἄγω), πρβλ. χορ-ηγός. Το -η- τού τ. λόγω εκτάσεως εν συνθέσει].
Dictionary of Greek. 2013.